- ρόταρυ
- το ακλ. клуб «ротари», клуб деловых людей, бизнесменов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροταριανός — ο, θηλ. ροταριανή, Ν 1. μέλος του Ροταριανού Ομίλου 2. φρ. «Ροταριανός Όμιλος» σύλλογος επιχειρηματιών, επιστημόνων, καλλιτεχνών, με προγραμματικό σκοπό την εξυπηρέτηση τής κοινωνίας από τη θέση και τις αρμοδιότητες τού κάθε μέλους, σύλλογος ο… … Dictionary of Greek